- δονοῦνται
- δονέωshakepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek
πληκτροφόρος — ο / πληκτροφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α, Ν νεοελλ. φρ. α) «πληκτροφόρα όργανα» μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται με την πίεση τών δακτύλων πάνω σε πλήκτρα, κουμπιά ή μοχλούς β) «πληκτροφόρα όργανα με δοξάρι» έγχορδα πληκτροφόρα όργανα, στα… … Dictionary of Greek
ταμπούρο — (Tabourot). Επώνυμο Γάλλων λογοτεχνών. 1. Ζαν (1520 – 1595). Το 1589 και με το ψευδώνυμο Τουανό Αρμπό, δημοσίευσε το έργο του Ορχησογραφία και πραγματεία με τη μορφή διαλόγου, με την οποία όλοι μπορούν να επιδοθούν στην άσκηση των χορών. Το έργο… … Dictionary of Greek
τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… … Dictionary of Greek
τρομοφοβία — η, Ν ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής καταλαμβάνεται από φόβο και μόνο με το άγγιγμα ή με τη θέα αντικειμένων που ταλαντεύονται ή δονούνται ή και μόνο με τη σκέψη εννοιών ή συναισθημάτων που προξενούν τις παραπάνω παλμικές… … Dictionary of Greek
φωνόνιο — Όπως για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τα οποία έχει οριστεί η ελάχιστη ποσότητα, η οποία μπορεί να πάρει μέρος στις φυσικές διαδικασίες (κβάντο ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή φωτόνιο), έτσι και για τα ελαστικά κύματα έγινε αναγκαίο να εισαχθεί… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek